Το Κέντρο Προστασίας Καταναλωτών (ΚΕ.Π.ΚΑ.) διεξήγαγε έρευνα διάρκειας ενός μήνα θέλοντας να διαπιστώσει πόσο σημαντική, για τους καταναλωτές, είναι η αναγραφή της χώρας προέλευσης στη σήμανση των τροφίμων. Στην έρευνα συμμετείχαν 1556 καταναλωτές από όλη την Ελλάδα. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε μέσω ερωτηματολόγιου, που αναρτήθηκε, στην ιστοσελίδα του ΚΕ.Π.ΚΑ. Το 98% των ερωτηματολογίων συμπληρώθηκαν ηλεκτρονικά ενώ 2% συμπληρώθηκαν γραπτώς. Παρακάτω αναπτύσσονται κάποια από τα κυριότερα συμπεράσματα που προέκυψαν από τα αποτελέσματα της έρευνας.
Η πλειοψηφία των καταναλωτών, περισσότεροι του 60%, φαίνεται να δίνουν μεγάλη σημασία στην εμφάνιση των τροφίμων. Τις περισσότερες φορές όμως, αυτό είναι αποπροσανατολιστικό, καθώς η εμφάνιση συνήθως δεν συμβαδίζει με την ποιότητα των προϊόντων. Στα συσκευασμένα μάλιστα προϊόντα, τις περισσότερες φορές ξεγελιόμαστε και αγοράζουμε “με τα μάτια” χωρίς να δίνουμε βάση σε σημαντικότερους παράγοντες.
Τα βασικότερα κριτήρια των καταναλωτών Από τα αποτελέσματα είναι ξεκάθαρο ότι η τιμή, η προέλευση, η γεύση και η ημερομηνία λήξης είναι τα βασικότερα κριτήρια για την αγορά ενός τροφίμου. Η τιμή είναι πάρα πολύ σημαντική, σχεδόν για το σύνολο των καταναλωτών, καθώς λόγω οικονομικής κρίσης φαίνεται να έγινε η τιμή σημαντικός παράγοντας επιλογής τροφίμων. Επιπλέον, η σχέση των καταναλωτών με τα επώνυμα προϊόντα φαίνεται να κλονίζεται. Ενώ παλαιότερες έρευνες έδειχναν πως 3 στους 4 καταναλωτές επέλεγαν επώνυμα προϊόντα, σήμερα οι 2 στους 4 δεν θεωρούν τη μάρκα αρκετά σημαντικό λόγο για την επιλογή ενός προϊόντος.
Πάνω από το 90% των καταναλωτών πιστεύει πως η προέλευση των τροφίμων είναι το βασικό κριτήριο για τις αγορές τους ενώ παράλληλα έχουν ενστάσεις για τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς και έντονους προβληματισμούς για τα βιολογικά προϊόντα σε σχέση με τις τιμές τους, την αξιοπιστία πιστοποίησής τους και τη δυνατότητα πρόσβασης σ’ αυτά. Το σύνολο των καταναλωτών θεωρεί τη γεύση ως σημαντικότερο κριτήριο για τις αγορές τροφίμων, καθώς είναι και η αίσθηση που συνδέεται άμεσα με την απόλαυση. Τέλος, 9 στους 10 καταναλωτές θεωρούν ότι η ημερομηνία λήξης είναι πολύ σημαντική για να επιλέξουν ένα τρόφιμο. Σύμφωνα με το άρθρο 3 της Οδηγίας 2000/13ΕΚ, όλα τα τρόφιμα πρέπει να περιλαμβάνουν στη σήμανσή τους την ημερομηνία ελάχιστης διατηρησιμότητας (“ανάλωση κατά προτίμηση πριν από…”), εκτός από τα τρόφιμα, που είναι μικροβιολογικώς εξαιρετικά αλλοιώσιμα, στα οποία πρέπει να αναγράφεται η τελική ημερομηνία κατανάλωσης (“ημερομηνία λήξη”) Βέβαια η ημερομηνία ελάχιστης διατηρησιμότητας, όπως αναγράφεται, είναι αμφίβολο αν γίνεται κατανοητή από τους καταναλωτές, με αποτέλεσμα να πετούν περισσότερα τρόφιμα. Επιπλέον, υπάρχουν τρόφιμα που, ενώ δεν είναι μικροβιολογικώς εξαιρετικά αλλοιώσιμα, αναφέρουν τελική ημερομηνία κατανάλωσης. Σε κάποια βέβαια τρόφιμα μπορεί να παραταθεί η διάρκεια ζωής τους, αν συντηρηθούν σωστά (ψύξη, κατάψυξη, ξηρό και στεγνό περιβάλλον κ.λπ.).
Οι καταναλωτές φαίνεται να στρέφονται όλο και πιο πολύ σε πιο υγιεινά τρόφιμα, δηλαδή σε τρόφιμα με χαμηλά λιπαρά, αλάτι και ζάχαρη, γεγονός που είναι ευχάριστο καθώς σε περιόδους κρίσεις στο παρελθόν έχει παρατηρηθεί στροφή πως πιο ανθυγιεινά τρόφιμα λόγο χαμηλότερου κόστους. Σχετικά με την αναγραφή της χώρας προέλευσης καταδεικνύεται από τις απόψεις των καταναλωτών τόσο η σημασία της όσο και η ανάγκη για εφαρμογή της, δικαιώνοντας έτσι τις προσπάθειες του ΚΕ.Π.ΚΑ. σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο. Αναλυτικότερα, για το γάλα το 86% των καταναλωτών θεωρεί την αναγραφή πολύ σημαντική και το 11% αρκετά σημαντική. Για τα γαλακτοκομικά και τα τυροκομικά προϊόντα το 83% των καταναλωτών την θεωρεί πολύ σημαντική και το 14% αρκετά σημαντική. Για τον καφέ και το τσάι, το 50% την θεωρεί πολύ σημαντική και το 26% αρκετά σημαντική. Για τα φρέσκα φρούτα και λαχανικά το 85% την θεωρεί πολύ σημαντική και το 12% αρκετά σημαντική. Για τα άλλα βασικά τρόφιμα ο 63% την θεωρεί πολύ σημαντική και το 23% αρκετά σημαντική.
Οι λόγοι για τους οποίους οι καταναλωτές θεωρούν σημαντική την αναγραφή της χώρα προέλευσης είναι: η ασφάλεια (71%), η ποιότητα (61%), η ηθική (52%), η περιέργεια (36%) και η προστασία του περιβάλλοντος (35%). Αξιοσημείωτο είναι ακόμη πως 9 στους 10 καταναλωτές δηλώνουν ότι επιθυμούν την αναγραφή της χώρας προέλευσης για εθνικούς λόγους. Το πρόβλημα, βέβαια, βρίσκεται στη διάκριση των ελληνικών από τα άλλα προϊόντα. Σίγουρα, αυτή δεν είναι ουσιαστική κι εφικτή από τις ελληνικές σημαίες, τους ισχυρισμούς ή τον αριθμό 520 στο barcode. Μάλιστα, 4 στους 10 θέλουν να αναγράφεται η ακριβής περιοχή εκτός από την χώρα, ενώ μόνο 3 στους 10 είναι ικανοποιημένοι από τη σήμανση”προϊόν της ΕΕ”. Η σήμανση της χώρας προέλευσης σε μαρμελάδες, γλυκά κουταλιού κ.λπ. καθορίζεται από τον Κανονισμό ΕΟΚ 2913/1992 και τον Κανονισμό ΕΕ/169/2011.
Σύμφωνα με αυτούς τους κανονισμούς, η αναγραφή της χώρας καταγωγής, π.χ. “Ελλάς”, στην επισήμανση προϊόντος γλυκό του κουταλιού χωρίς καμία άλλη ένδειξη που να προσδιορίζει τη χώρα καταγωγής του πρωταρχικού συστατικού σημαίνει ότι η τελευταία ουσιώδης μεταποίηση του προϊόντος έγινε στην Ελλάδα, από πρωταρχική πρώτη ύλη ελληνικής προέλευσης. Εάν στην παραγωγή του γλυκού μεσολάβησαν δύο ή περισσότερες χώρες, το προϊόν κατάγεται από τη χώρα στην οποία πραγματοποιήθηκε η τελευταία μεταποίηση ή ουσιαστική επεξεργασία, οικονομικά δικαιολογημένη, σε επιχείρηση εξοπλισμένη για το σκοπό αυτό και η οποία κατέληξε στην κατασκευή ενός νέου προϊόντος ή ενός προϊόντος που αντιπροσωπεύει σημαντικό στάδιο παραγωγής. Σε αυτήν την περίπτωση, πρέπει να αναφέρεται, επίσης, η χώρα καταγωγής ή ο τόπος προέλευσης του πρωταρχικού συστατικού, ή να αναφέρεται ότι η χώρα καταγωγής ή ο τόπος προέλευσης του πρωταρχικού συστατικού είναι διαφορετικός από αυτόν του τροφίμου.
Περισσότεροι από 9 στους 10 καταναλωτές πιστεύουν ότι το φρούτο έγινε γλυκό του κουταλιού στην Ελλάδα 8 στους 10 καταναλωτές θέλουν να γνωρίζουν τόσο το που καλλιεργήθηκαν τα φρούτα και τα λαχανικά, όσο και το που έγινε η επεξεργασία τους για να παραχθεί το τελικό προϊόν. Παρότι σχεδόν 9 στους 10 καταναλωτές θεωρούν πολύ σημαντική τη σήμανση της χώρας προέλευσης όταν αγοράζουν κρέας ή προϊόντα κρέατος, όταν αγοράζουν φρούτα και λαχανικά ή προϊόντα τους, η έρευνα έδειξε ότι οι καταναλωτές δε γνωρίζουν τι σημαίνει η λέξη “Ελλάς” πάνω σε αυτά τα προϊόντα. Βεβαίως, είναι σίγουρο ότι η ευθύνη δεν ανήκει στους καταναλωτές. Υπάρχουν πάρα πολλοί νόμοι οι οποίοι ταυτόχρονα είναι και δυσνόητοι και με πολλές εξαιρέσεις. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την παντελή έλλειψη εκπαίδευσης των καταναλωτών, έχει ως αποτέλεσμα και τη μη κατανόηση της σήμανσης των προϊόντων που αγοράζουν.
Για παράδειγμα, σύμφωνα με το άρθρο 188 του νόμου 4072/2012: “Στα μεταποιημένα φυσικά προϊόντα, για την απονομή του ελληνικού σήματος, πρέπει ποσοστό της μάζας των συστατικών τους ή της μάζας της βασικής πρώτης ύλης που χρησιμοποιείται να προέρχεται από την Ελλάδα. Με τον κανονισμό απονομής καθορίζεται για κάθε κατηγορία προϊόντος, συγκεκριμένα το ποσοστό επί της μάζας του κάθε επί μέρους συστατικού ή της βασικής πρώτης ύλης. Με τον κανονισμό μπορεί να εισάγονται εξαιρέσεις από το κριτήριο αυτό στις ακόλουθες περιπτώσεις:
- Για πρώτες ύλες που δεν υπάρχουν ή δεν είναι δυνατόν να παραχθούν στην Ελληνική Επικράτεια ή παράγονται σε μη επαρκείς ποσότητες.
- Για προϊόντα, η ελληνικότητα των οποίων συνίσταται στον παραδοσιακό ή τον ιδιαίτερο τρόπο παρασκευής και επεξεργασίας τους.
- Μπορεί να εισάγονται προσωρινές εξαιρέσεις από το κριτήριο, εφόσον παρουσιάζεται έλλειψη σε πρώτη ύλη, που οφείλεται σε αντικειμενικά, έκτακτα και εξαιρετικά γεγονότα, όπως ενδεικτικά φυσικές καταστροφές ή κακές καιρικές συνθήκες”.
Δηλαδή, με βάση αυτό το νόμο, αν ένα γιαούρτι παραχθεί, με γάλα βελγικό, στην Ελλάδα, θα είναι ελληνικό προϊόν, εφόσον το νωπό γάλα δεν επαρκεί και για παρασκευή γιαουρτιών. Το παράδοξο που οδηγούν οι ισχύοντες νόμοι και οι εξαιρέσεις τους ζητά επιμόνως το ΚΕ.Π.ΚΑ. να αποφευχθεί. Ζητά τόσο από την Ελληνική Πολιτεία όσο και από την ΕΕ να επιληφθεί του θέματος της σήμανσης των τροφίμων και να προβεί άμεσα σε απαραίτητες ενέργειες που θα εξασφαλίζουν την απλή κατανόησή της από τον καταναλωτή, χωρίς να προκαλούνται συγχύσεις από μη ακριβείς όρους και περιγραφές. Θεωρεί μάλιστα πως πρέπει να εφαρμοστεί η σήμανση της χώρας προέλευσης τόσο στα νωπά όσο και στα επεξεργασμένα τρόφιμα με ταυτόχρονη σήμανση και των συστατικών των επεξεργασμένων τροφίμων. Απαιτεί η νομοθεσία για τη σήμανση των τροφίμων να βασίζεται στους κανόνες και όχι στις εξαιρέσεις και τα παραθυράκια, ώστε να μπορεί να εφαρμοστεί επιβάλλοντας αυστηρές κυρώσεις στους παραβάτες και διασφαλίζοντας μια σχέση εμπιστοσύνης των καταναλωτών με την αγορά και τους μηχανισμούς ελέγχου της.
ΠΗΓΗ: Κέντρο Προστασίας Καταναλωτών (kepka.org)