Μέσω ευρωπαϊκού προγράμματος και με τη βοήθεια της νανοτεχνολογίας φαίνεται ότι μπορεί να έρθει η νέα λύση στις συσκευασίες τροφίμων.
Ένα καίριο ζήτημα που απασχολεί τους επαγγελματίες του κλάδου είναι αυτό των συσκευασιών που «φιλοξενούν» τα τρόφιμα στην αγορά. Υπάρχουν πολυάριθμες γνωστές μέθοδοι, οι οποίες χρησιμοποιούνται εδώ και χρόνια από πλήθος εταιρειών με πολύ καλά αποτελέσματα. Κατά καιρούς, όμως, εμφανίζονται διάφορες καινοτόμες ιδέες που διαφοροποιούν τα δεδομένα. Από μικρές τροποποιήσεις, μέχρι και εξολοκλήρου αντικατάσταση μίας συσκευασίας, φαίνεται ότι εξακολουθεί να υπάρχει σημαντικό περιθώριο βελτίωσης των συστημάτων που διαθέτουμε. Ακόμη, όμως, δεν έχει βρεθεί η βέλτιστη λύση, που θα μπορούσε και να εφαρμοστεί σε ένα ευρύ πλαίσιο λει- τουργίας.
Στα πλαίσια αυτής της αναζήτησης, πραγματοποιείται μία νέα έρευνα από το Νορβηγικό ινστιτούτο SINTEF σε συνεργασία με επιστήμονες από άλλες δεκατέσσερις ευρωπαϊκές χώρες, η οποία φαίνεται να έχει αρκετά καλές προοπτικές. Σκοπός της επιστημονικής αυτής συνεργασίας τους είναι να δημιουργήσουν βιοδιασπώμενες πλαστικές συσκευασίες με τη βοήθεια της νανοτεχνολογίας, ώστε να υπάρξει μία καινοτόμα και πρα- κτική «πράσινη» λύση με σημαντικά οφέλη.
Η ερευνητική δράση τους εντάσσεται στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα με τίτλο «NanoBarrier» και μάλιστα σηματοδοτεί την 1000η φορά που Νορβηγοί επιστήμονες συμμετέχουν σε ερευνητικό πρόγραμμα με τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με προϋπολογισμό που φτάνει τα 9.9 εκατομμύρια ευρώ, εκ των οποίων τα 7.2 προέρχονται από κονδύλια της Ε.Ε., φαίνεται τουλάχιστον ότι το οικονομικό κομμάτι έχει λυθεί. Επομένως, απελευθερωμένες από πρακτικές οικονομικές έγνοιες, η πρακτική εμπειρία των Νορβηγών σε σύζευξη με τη «φρέσκια» άποψη και άλλων επιστημόνων, δεν μπορούν παρά να δώσουν μοναδικές ιδέες ως αποτέλεσμα.
Συγκεκριμένα, το πλάνο τους εστιάζεται στη βελτίωση των ήδη υφιστάμενων βιοπλαστικών, ώστε να αποκτήσουν τις ίδιες ιδιότητες με τα κοινά πλαστικά που χρησιμοποιούνται σήμερα. Η διαφορά είναι ότι τα κοινά υλικά βασίζονται στη χρήση ορυκτού άνθρακα, ενώ τα βιοπλαστικά προέρχονται από διαφόρων ειδών βιοϋλικά, τα οποία είναι φιλικά προς το περιβάλλον. Στο συγκεκριμένο πρόγραμμα σκοπεύουν να χρησιμοποιήσουν νανοΐνες από δέντρα, προκειμένου να δημιουργήσουν τα υλικά μετά από συγκεκριμένη επεξεργασία.
Η νανοτεχνολογία είναι το σημείο-κλειδί στην έρευνα αυτή καθώς εισάγονται αρκετές καινοτομίες με τον συγκεκριμένο τρόπο. Αξιοποιώντας τις αμέτρητες δυνατότητές της θα είναι σε θέση τόσο να πραγματοποιήσουν τη δοκιμή για την επιθυμητή βελτίωση των υλικών, όσο και να εισάγουν ειδικούς αισθητήρες στη συσκευασία, με τους οποίους θα ελέγχεται το προϊόν. Με αυτόν τον τρόπο, θα έχουν τη δυνατότητα να παρακολουθούν την ποιότητα του προϊόντος και πότε αυτό μπορεί να αλλοιώνεται με πληροφορίες «εκ των έσω». Βέβαια, οι αισθητήρες αυτοί είναι αρκετά ακριβοί για ευρεία χρήση, γεγονός που οδηγεί τους ερευνητές στο σχεδιασμό εναλλακτικών μεθόδων, όπως είναι η ένταξή τους σε μελάνια, τα οποία είναι ακίνδυνα όταν έρχονται σε επαφή με τρόφιμα και μπορούν να τοποθετηθούν στο εσωτερικό της συσκευασίας χωρίς πρόβλημα για την υγεία των καταναλωτών.
Οι συσκευασίες αυτές προορίζονται για γαλακτοκομικά προϊόντα, κρέας, αλλά και ψάρια γι’αυτό και θα εξετάσουν την κατασκευή αρκετά διαφορετικών μορφών βιοπλαστικών. Από μπουκάλια μέχρι και μεμβράνες, τα νέα είδη συσκευασίας θα μπορούν να καλύψουν όλες τις πιθανές ανάγκες, ακριβώς όπως και τα «συμβατικά» πλαστικά. Και μπορεί οι ίδιοι οι ερευνητές να αποσκοπούν στη δημιουργία ορισμένων συσκευασιών ως πρότυπα, όμως οι επαγγελματίες του χώρου δεν έχουν χάσει την ευκαιρία και ακολουθούν κατά πόδας προκειμένου να τα εντάξουν στην ευρεία παραγωγή. Είναι γεγονός, βέβαια, ότι εδώ και καιρό έχει ξεκινήσει αρκετά μεγάλη συζήτηση γύρω από την ένταξη της νανοτεχνολογίας στον τομέα αυτόν, με πολύπλευρες απόψεις να πλανώνται στον «αέρα». Είναι πολλοί αυτοί που αμφισβητούν τη χρησιμότητά της και, παράλληλα, προσπαθούν να εξετάσουν κατά πόσο μπορεί να εντάσσει στοιχεία που θα αποβούν ζημιογόνα για τα τρόφιμα και, κατ’ επέκταση, για την υγεία του ανθρώπου. Φυσικά, υπάρχει και ο αντίλογος, καθώς είναι άλλοι τόσοι αυτοί που την υποστηρίζουν, υπογραμμίζοντας τα πολλαπλά οφέλη της. Είναι σημαντικό να αναφερθεί και το γεγονός ότι τελευταία πραγματοποιούνται αρκετές έρευνες για τη διερεύνηση των σημαντικών δυνατοτήτων που παρέχει, όπως είναι η ανίχνευση βακτηρίων και άλλων παρόμοιων προβλημάτων.
Μπορεί οι δύο πλευρές να μην έχουν καταλήξει σε οριστικές αποφάσεις, όμως, δεν γίνεται να παραβλέψουμε την πολύ σημαντική τεχνολογική πρόοδο που διαδραματίζεται συνεχώς. Αδιαμφισβήτητα, οι προτάσεις της συγκεκριμένης έρευνας, όπως και άλλων με παρόμοιο περιεχόμενο, έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον όσον αφορά στη βελτίωση των δεδομένων που διαθέτουμε για την ανάπτυξη των σημερινών μέσων και μένει μόνο να δούμε πως θα εξελιχθούν σε βάθος χρόνου.
Πηγές: www.foodproductiondaily.com, www.nafigate.com