Στο προσκήνιο των συζητήσεων έρχεται για ακόμη μία φορά το ζήτημα των τόνων τροφίμων που καταλήγουν στα σκουπίδια την Ευρώπη, μαζί με τους σημαντικούς κινδύνους που εγκυμονεί για κάθε κράτος-μέλος εν μέσω οικονομικής κρίσης, αλλά και τους τρόπους αντιμετώπισης του φαινομένου.
Το πρόβλημα αυτό δεν είναι καινούριο ούτε υφίσταται μόνο στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έχει εξαπλωθεί σε πα- γκόσμιο επίπεδο και προβληματίζει επιστήμονες και πολιτικούς που προσπαθούν να βρουν αποτελεσματικές λύσεις. Βέβαια, με βάση έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί, η Ευρώπη και οι ΗΠΑ είναι οι δύο ήπειροι με τα μεγαλύτερα ποσοστά απορριμμάτων, γι’ αυτό και έχουν ξεκινήσει να δραστηριοποιούνται σημαντικά, αποσκοπώντας στη δημιουργία ενός λειτουργικού θεσμικού και πρακτικού πλαισίου που θα είναι ικανό να βελτιώσει τη σημερινή κατάσταση.
Αν κρίνουμε από τα μέχρι τώρα δεδομένα, για το ζήτημα αυτό πρέπει να υπάρξουν σύντομα οι κατάλληλες δράσεις για την αποσυμφόρηση του προβλήματος. Μία έκθεση της Διεθνούς Οργάνωσης Τροφίμων και Γεωργίας (Food and Agriculture Organization), που δόθηκε στην δημοσιότητα τον περασμένο Σεπτέμβριο, παρουσιάζει το πρόβλημα στο σύνολό του, υπολογίζοντας ότι τα τρόφιμα που καταλήγουν στα σκουπίδια φτάνουν τους 1,3 δισεκατομμύρια τόνους παγκοσμίως. Και όπως είναι φυσικό, οι ειδικοί τονίζουν ότι οι συνέπειες σε οικονομικό και περιβαλλοντικό επίπεδο είναι εξαιρετικά μεγάλες, καθώς το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο ένα τρίτο της συνολικής παραγωγής τροφίμων από όλον τον κόσμο.
Οι μελέτες έχουν ήδη πραγματοποιηθεί και καταδεικνύουν επακριβώς το πρόβλημα, το θέμα όμως είναι κατά πόσο έχει γίνει αντιληπτό το μέγεθος της κατάστασης από όλους τους εμπλεκόμενους, ώστε να βρεθεί και ο κατάλληλος τρόπος αντιμετώπισης. Αξίζει να σημειωθεί το ενθαρρυντικό γεγονός ότι αρκετές χώρες έχουν ξεκινήσει να κρούουν των κώδωνα του κινδύνου, όπως η Ιταλία. Με βάση τα στοιχεία που υπάρχου τα απορρίμματα τροφίμων στη γειτονική μας χώρα φτάνουν τους 6,6 εκατομμύρια τόνους ετησίως, κι όμως μόλις τώρα επιχειρεί να φέρει το ζήτημα στο προσκήνιο.
Σε πρόσφατη εκδήλωση, που πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες για τα 20 χρόνια λειτουργίας της οργάνωσης Europen υπεύθυνης για θέματα συσκευασίας και περιβάλλοντος, έλαβε χώρα και ένα φόρουμ για τη βιωσιμότητα, στο οποίο η Ιταλία εξέθεσε το πρόβλημα που δημιουργείται εντός των συνόρων της. Η εκπρόσωπος της χώρας στο πάνελ, Roberta Di Lecce, τόνισε ότι το ζήτημα αυτό δημιουργεί μέχρι και πολιτική αστάθεια εξαιτίας των διαστάσεων που έχει λάβει και, παράλληλα υπογράμμισε τη σημασία της σύμπραξης όλων για την καταπολέμησή του.
Με την συμμετοχή εκπροσώπων μεγάλων επιχειρήσεων, όπως η Unilever και η Coca Cola Hellenic στο πάνελ, η ανάγκη για συνεργασία μεταξύ μικρών τοπικών επιχειρήσεων με σημαντικές πολυεθνικές έγινε ακόμη πιο αισθητή, αφού μπορεί να δώσει αξιόλογους καρπούς. Φαίνεται ότι και μόνο σε συμβουλευτικό επίπεδο, οι μικρές επιχειρήσεις μπορούν να επωφεληθούν σε μεγάλο βαθμό, υιοθετώντας πρακτικές τους και προσαρμόζοντάς τις στα δικά τους δεδομένα. Εξάλλου, όλες οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον κλάδο των τροφίμων έρχονται αντιμέτωπες με τους ίδιους ακριβώς προβληματισμούς ανεξάρτητα από το μέγεθός τους.
Επιπλέον, σημαντικός παράγοντας στην ανατροπή της κατάστασης φαίνεται να είναι και η ουσιαστική σύμπραξη των πολιτικών φορέων με τους επαγγελματίες του κλάδου. Είναι απαραίτητο να οριοθετηθούν και να εφαρμοστούν οι απαραίτητες πολιτικές για τον περιορισμό του δαπανηρού αυτού φαινομένου, όμως φαίνεται ότι θα είναι ακόμα πιο αποτελεσματικό να γίνουν όλες οι διαδικασίες σε συνεργασία με τις ίδιες τις επιχειρήσεις, που βιώνουν τα προβλήματα σε καθημερινή βάση.
Ένα άλλο κομμάτι της παραγωγικής διαδικασίας που για πολλούς μπορεί να αποτελέσει σημαντική λύση, είναι αυτό των συσκευασιών. Οι εταιρείες προσπαθούν με την βοήθεια επιστημονικού προσωπικού να ανανεώσουν τις ήδη υπάρχουσες συσκευασίες με την βοήθεια νέων τεχνολογιών και τα αποτελέσματα είναι εντυπωσιακά, όμως, πολλοί υποστηρίζουν ότι υπάρχει ακόμα μεγάλο περιθώριο βελτίωσης που ίσως να είναι και το κλειδί για τον περιορισμό των απωλειών στα τρόφιμα.Οι υπεύθυνοι των δύο εταιρειών που συμμετείχαν στο πάνελ στις Βρυξέλλες, υπογράμμισαν ότι η βελτίωση των συσκευασιών είναι μία σημαντική υπόθεση για τις εταιρείες, καθώς εξοικονομούν χρήματα και ταυτόχρονα μπορούν να μειώσουν το ενεργειακό τους αποτύπωμα.
Γι’ αυτό τον λόγο βρίσκονται πάντα στα χνάρια μίας νέας εφεύρεσης που θα βοηθήσει στη βελτιστοποίηση των μέχρι τώρα πρακτικών τους στον τομέα αυτό, όμως, υπογραμμίζουν ότι πλέον έχουν φτάσει πολύ κοντά στο ιδανικό.
Το περιττό βάρος έχει εξαλειφθεί στην πλειοψηφία των νέων μεθόδων συσκευασίας, καθώς οι εταιρείες έχουν πιο συμφέροντα αποτελέσματα με αυτόν τον τρόπο, αλλά περαιτέρω μείωση του βάρους τους, την οποία υποστηρίζουν αρκετοί, μπορεί να έχει τα αντίθετα αποτελέσματα από τα επιθυμητά, καθώς ίσως να καταστρέφεται εύκολα και να αφήσει τα προϊόντα εκτεθειμένα. Αυτό που προσπαθούν να επιτύχουν είναι να αξιοποιήσουν στο έπακρο τα μέσα που διαθέτουν, ελαχιστοποιώντας τα πιθανά προβλήματα που μπορούν να προκύψουν.
Το πιο σημαντικό σημείο, στο οποίο δόθηκε ιδιαίτερη βάση και κατά την διάρκεια του φόρουμ, είναι το γεγονός ότι οι μέθοδοι συσκευασίας δεν είναι το πρόβλημα, αλλά μπορούν να γίνουν οι κατάλληλες λύσεις. Με τις νέες τεχνολογίες που έρχονται στο φως και την εφαρμογή τους για τη βελτίωση των μεθόδων που ήδη διαθέτουμε, ενδεχομένως να φτάσουμε ακόμα και στο ιδανικό σύστημα συσκευασιών, που θα μπορέσει να αποτελέσει και μία από τις λύσεις για την απώλεια μεγάλων ποσοτήτων τροφίμων.
Το μέλλον των συσκευασιών διαφαίνεται εξαιρετικά ελπιδοφόρο και ενδεχομένως να επηρεάσει σημαντικά και το ζήτημα των τροφίμων που καταλήγουν στα σκουπίδια, όμως, αυτός είναι μόνο ένας από τους παράγοντες που συντελούν στο πρόβλημα και, εάν δεν υπάρξει μία συλλογική προσέγγιση, η αντιμετώπισή του θα παρουσιάσει δυσκολίες σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η συνειδητοποίηση της σημασίας του είναι το πρώτο βήμα για να πραγματοποιηθούν ουσιαστικές αλλαγές και, τουλάχιστον από αυτήν την άποψη, η παγκόσμια κοινότητα φαίνεται να έχει μπει στοσωστό δρόμο.